- ἐπικλινοπάλη
- ἐπικλῑνοπάλη [ᾰ], ἡ,A wrestling on the couch, in mal. part., Mart.14.201.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικλινοπάλη — ἐπικλινοπάλη, ἡ (Α) (με αισχρή σημασία) η πάλη πάνω στην κλίνη … Dictionary of Greek